ἔκπληγεν

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de ἐκπλήσσω.

Greek Monotonic

ἔκπληγεν: Επικ. αντί -εσαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπληγεν: эп. 3 л. pl. aor. 2 pass. к ἐκπλήσσω.