ἐπέπιθμεν: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπέπιθμεν:''' Επικ. αντί ἐπεποίθαμεν, πληθ. παρακ. του [[πείθω]]. | |lsmtext='''ἐπέπιθμεν:''' Επικ. αντί ἐπεποίθαμεν, πληθ. παρακ. του [[πείθω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπέπιθμεν:''' эп. 1 л. pl. ppf. к ἐπιπείθω (см. [[ἐπιπείθομαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέπιθμεν: Ἐπικ. συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ ἐπεποίθαμεν, ἐπεποίθει, ἴδε πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
ἐπέπιθμεν: Επικ. αντί ἐπεποίθαμεν, πληθ. παρακ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέπιθμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к ἐπιπείθω (см. ἐπιπείθομαι).