ἐπιπείθομαι
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A to be persuaded, εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται.. οἴκαδ' ἴμεν Il.17.154; ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ Od.2.103.
2. trust to, put faith in, μαρτυρίοισι A.Ag.1095 (lyr.), cf. IG14.1389ii 32.
3. comply with, obey, τινί Il.1.218, Hes.Sc.369; εὖ παραινεῖς, κἀπιπείσομαι S.El.1472.
German (Pape)
[Seite 968] pass. mit fut. med., sich überreden lassen, überzeugt werden, ἡμῖν δ' αὖτ' ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ Od. 2, 103 u. öfter; μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ' ἐπιπείθομαι Aesch. Ag. 1066; Einem gehorchen, ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται Il. 1, 218; εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται οἴκαδ' ἴμεν 17, 154, wenn er mir folgen wird; εὖ παραινεῖς κἀπιπείσομαι Soph. El. 1464. In Prosa kommt es nicht vor.
French (Bailly abrégé)
1 se laisser persuader par : τινι par qqn;
2 ajouter foi à, τινι;
3 obéir, être docile.
Étymologie: ἐπί, πείθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπείθομαι:
1 убеждать (τινα Plat.);
2 убеждаться, покоряться (ὣς ἔφαθ᾽ ἡμῖν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμός Hom.);
3 быть послушным, слушаться, повиноваться (τινι Hom., Hes.);
4 верить, доверять (μαρτυρίοισιν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπείθομαι: πείθομαι εἰς τοὺς λόγους τινός, εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν Ἰλ. Ρ. 154· καταπείθομαι, συγκατανεύω, ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ Ὀδ. Β. 103. 2) ἐμπιστεύομαι εἴς τι, ἔχω πεποίθησιν, μαρτυρίοισιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1095, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 32· περὶ τοῦ ἐπέπιθμεν, ἴδε πείθω. 3) συγκατατίθεμαι, ὑπακούω, τινὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369· εὖ παραινεῖς, κἀπιπείσομαι Σοφ. Ἠλ. 1472.
English (Autenrieth)
ipf. ἐπεπείθετο, fut. ἐπιπείσομαι: allow oneself to be prevailed upon, Od. 2.103, Od. 10.406; hence, obey, τινί.
Greek Monolingual
ἐπιπείθομαι (Α)
1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.)
2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.)
3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι («μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ’ ἐπιπείθομαι», Αισχύλ.)
4. υπακούω («ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται, μάλα τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιπείθομαι: μέλ. -σω,
1. Παθ., Μέσ. μέλ. -πείσομαι, πείθομαι, συναινώ, συγκατανεύω, σε Όμηρ.
2. εμπιστεύομαι σε, έχω την πεποίθηση, έχω την πίστη, με δοτ., σε Αισχύλ.
3. συγκατατίθεμαι, υπακούω, σε Ησίοδ., Σοφ.
Middle Liddell
fut. σω Pass., fut. mid. -πείσομαι
1. to be persuaded to a certain end, Hom.
2. to trust to, put faith in, c. dat., Aesch.
3. to comply with, obey, Hes., Soph.