ἐπικινδυνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(4) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικινδῡνεύομαι:''' Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐπικινδῡνεύομαι:''' Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικινδῡνεύομαι:''' подвергаться опасности: ἐπικινδυνεύεται τῷ δανείσαντι τὰ χρήματα Dem. деньгами рискует заимодавец. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
être exposé à un danger, être aventuré.
Étymologie: ἐπί, κινδυνεύω.
Greek Monotonic
ἐπικινδῡνεύομαι: Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικινδῡνεύομαι: подвергаться опасности: ἐπικινδυνεύεται τῷ δανείσαντι τὰ χρήματα Dem. деньгами рискует заимодавец.