εὕρηκα: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὕρηκα:''' -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[εὑρίσκω]].
|lsmtext='''εὕρηκα:''' -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὕρηκα:''' pf. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

pf. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.