εὕρηκα

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

French (Bailly abrégé)

pf. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.