Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
pf. de εὑρίσκω.
εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.
εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.
εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.