Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
pf. de εὑρίσκω.
εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.
εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.
εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.