ἥν: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(4) |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]]. | |lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἥν:''' <b class="num">I</b> acc. sing. к ἥ (f к ὅς). | |||
}} | }} |