ἥν: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(4)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]].
|lsmtext='''ἥν:''' αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> και της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, [[ἑός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἥν:''' <b class="num">I</b> acc. sing. к ἥ (f к ὅς).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

acc. sg. fém. de ὅς, ἥ, ὅ;
poét. p. ἑήν, acc. sg. fém. de ἑός.

Greek Monotonic

ἥν: αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.

Russian (Dvoretsky)

ἥν: I acc. sing. к ἥ (f к ὅς).