θέμιστα: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(4) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέμιστα:''' θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του [[θέμις]]. | |lsmtext='''θέμιστα:''' θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του [[θέμις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέμιστα:''' acc. sing. к [[θέμις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
θέμιστας,
A v. θέμις.
Greek (Liddell-Scott)
θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα˙ ἔννομα, νόμιμα»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
Greek Monotonic
θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.
Russian (Dvoretsky)
θέμιστα: acc. sing. к θέμις.