κατακήομεν: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]].
|lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακήομεν:''' эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к [[κατακαίω]].
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακήομεν Medium diacritics: κατακήομεν Low diacritics: κατακήομεν Capitals: ΚΑΤΑΚΗΟΜΕΝ
Transliteration A: katakḗomen Transliteration B: katakēomen Transliteration C: katakiomen Beta Code: katakh/omen

English (LSJ)

   A v. κατακαίω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακήομεν: ἴδε κατακάω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.

Greek Monotonic

κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.