κατατρωματίζω: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατατρωματίζω:''' Ιων. αντί <i>κατατραυμ-</i>. | |lsmtext='''κατατρωματίζω:''' Ιων. αντί <i>κατατραυμ-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατατρωματίζω:''' ион. = [[κατατραυματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for κατατραυμ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κατατραυματίζω.
Greek Monolingual
κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.
Greek Monotonic
κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.
Russian (Dvoretsky)
κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.