καυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''καυσόομαι:''' воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.

Greek Monotonic

καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καυσόομαι: воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).