κεκράανται: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκράανται:''' -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[κραίνω]].
|lsmtext='''κεκράανται:''' -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[κραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεκράανται:''' (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к [[κραίνω]].
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. de κραίνω.

English (Autenrieth)

see κεράννῦμι.

Greek Monotonic

κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.