λειπτέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[λείπω]], πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.
|lsmtext='''λειπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[λείπω]], πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λειπτέον:''' adj. verb. к [[λείπω]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπτέον Medium diacritics: λειπτέον Low diacritics: λειπτέον Capitals: ΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: leiptéon Transliteration B: leipteon Transliteration C: leipteon Beta Code: leipte/on

English (LSJ)

   A one must leave, abandon, E.HF1385, Pl.Cri.51b, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λειπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λείπω, δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.

Greek Monotonic

λειπτέον: ρημ. επίθ. του λείπω, πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λειπτέον: adj. verb. к λείπω.