κυρτευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κυρτευτής:''' οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.

Greek Monolingual

κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.

Greek Monotonic

κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κυρτευτής: οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.