λυσσητής: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λυσσητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ. | |lsmtext='''λυσσητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λυσσητής:''' οῦ adj. m Anth. = [[λυσσητήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., App.Anth.5.47; Dor. λυσσ-ᾱτάς AP7.473 (Aristodic.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 132· Δωρ. -ᾱτάς, 7. 473.
Greek Monolingual
λυσσητής, ὁ (ΑM, Α δωρ. τ. λυσσατάς) [[[λυσσώ]] (I)]
λυσσαλέος, μανιώδης.
Greek Monotonic
λυσσητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσητής: οῦ adj. m Anth. = λυσσητήρ.