μαχαίριον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰχαίριον:''' τό, υποκορ. του [[μάχαιρα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''μᾰχαίριον:''' τό, υποκορ. του [[μάχαιρα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰχαίριον:''' τό Xen., Arst. = [[μαχαιρίδιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, = foreg., X.An.4.7.16, Men.765, PEleph.5.13 (iii B. C.), Str.12.2.10;
A surgeon's or barber's knife, Hp.Medic.6,7, Arist. GA789b13, Metaph.1061a4, Com.Adesp.327, Plu.Brut.13, Ruf.Ren. Ves.12.12.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαίριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 7, 16. χειρουργικὸν μαχαίριον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 13, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 3, 3, Κωμ. Ἀνών. 318.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μάχαιρα.
Greek Monotonic
μᾰχαίριον: τό, υποκορ. του μάχαιρα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχαίριον: τό Xen., Arst. = μαχαιρίδιον.