μουνογενής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(5) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mounogenh/s | |Beta Code=mounogenh/s | ||
|Definition=μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-. | |Definition=μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουνογενής''': -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-. | |lstext='''μουνογενής''': -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:40, 1 October 2022
English (LSJ)
μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονογενής.
Greek (Liddell-Scott)
μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
Greek Monolingual
μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.
Greek Monotonic
μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.