μουνογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mounogenh/s
|Beta Code=mounogenh/s
|Definition=μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
|Definition=μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μουνογενής''': -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
|lstext='''μουνογενής''': -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.

Greek Monolingual

μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

Greek Monotonic

μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.