Ὀδύσσειος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(5)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ὀδύσσειος:''' Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''Ὀδύσσειος:''' Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ὀδύσσειος:''' эп. Ὀδῠσήϊος 2 одиссеев Hom.
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀδύσσειος Medium diacritics: Ὀδύσσειος Low diacritics: Οδύσσειος Capitals: ΟΔΥΣΣΕΙΟΣ
Transliteration A: Odýsseios Transliteration B: Odysseios Transliteration C: Odysseios Beta Code: *)odu/sseios

English (LSJ)

   A v. Ὀδυσσεύς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Ulysse.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.

Greek Monotonic

Ὀδύσσειος: Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀδύσσειος: эп. Ὀδῠσήϊος 2 одиссеев Hom.