περίπλικτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίπλικτος:''' -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ. | |lsmtext='''περίπλικτος:''' -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. v. l. = [[περίπλεκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
var. de περίπλεκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.
Greek Monotonic
περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.