προστάσσω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] ή [[παρατάσσω]] σε ένα [[μέρος]], <i>χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν</i> (ενν. [[ὑμᾶς]]), σε Ευρ. — Παθ., <i>προστ. πύλαις</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] κοντά σε κάποιον, [[συνάπτω]], [[προσαρτώ]], σε Ηρόδ.· <i>προστάσσει [[τινάς]] τινι</i>, τους υποβάλλει στις διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., <i>Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αντιστρόφως, [[προστάσσω]] ἄρχοντα, [[διορίζω]] ως άρχοντα άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[δίνω]] [[διαταγή]], [[ορίζω]], [[διατάσσω]], [[ἔργον]], πόνον [[προστάσσω]] τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ [[ἵππος]] προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί [[διαταγή]] (είχε ορισθεί) να προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθέντα</i>, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.· <i>τὸπροστεταγμένον</i>, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθησόμενα</i>, οι διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., <i>προσταχθέν μοι</i>, η [[διαταγή]] που έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]], [[προστάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ., <i>προσετέτακτό τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ., διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., [[λαμβάνω]] διαταγές, σε Θουκ.
|lsmtext='''προστάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] ή [[παρατάσσω]] σε ένα [[μέρος]], <i>χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν</i> (ενν. [[ὑμᾶς]]), σε Ευρ. — Παθ., <i>προστ. πύλαις</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] κοντά σε κάποιον, [[συνάπτω]], [[προσαρτώ]], σε Ηρόδ.· <i>προστάσσει [[τινάς]] τινι</i>, τους υποβάλλει στις διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., <i>Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αντιστρόφως, [[προστάσσω]] ἄρχοντα, [[διορίζω]] ως άρχοντα άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[δίνω]] [[διαταγή]], [[ορίζω]], [[διατάσσω]], [[ἔργον]], πόνον [[προστάσσω]] τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ [[ἵππος]] προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί [[διαταγή]] (είχε ορισθεί) να προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθέντα</i>, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.· <i>τὸπροστεταγμένον</i>, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθησόμενα</i>, οι διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., <i>προσταχθέν μοι</i>, η [[διαταγή]] που έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]], [[προστάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ., <i>προσετέτακτό τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ., διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., [[λαμβάνω]] διαταγές, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προστάσσω:''' атт. [[προστάττω]]<br /><b class="num">1)</b> приставлять, ставить впереди или во главе: προσταχθεὶς πέμπταισι πύλαις Aesch. назначенный защищать пятые ворота; δορὸς ἐν χειμῶνι προστεταγμένος Soph. поставленный во главе боевой бури, т. е. стоящий на боевом посту; Γύλιππον προστάξαι ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις Thuc. назначить Гилиппа командующим сиракузскими войсками;<br /><b class="num">2)</b> причислять, приписывать, относить: πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. Her. отнести (т. е. причислить) к (отдельным) народам (их) ближайших соседей; στρατηγῷ (τινι) προστεταγμένοι Thuc. подчиненные тому или иному военачальнику;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. предписывать, приказывать, поручать (τινί τι Her., Xen., Plat., Arst., реже τινὶ περί τινος Dem.; προσταχθὲν [[αὐτῷ]] ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος Lys.): [[ὥσπερ]] προσετάχθησαν Thuc. как им было приказано; τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον и τὸ προσταχθησόμενον Her., Xen., Soph. приказ(ание), предписание, поручение; [[πλείω]] τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων Lys. больше, чем предписывается государством; οἱ προστεταγμένοι κατὰ πύστιν Thuc. получившие приказание о разведке; προστεταγμένοι καιροί NT установленные сроки.
}}
}}