ῥύπα: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύπα:''' [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του [[ῥύπος]], <i>ὁ</i>.
|lsmtext='''ῥύπα:''' [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του [[ῥύπος]], <i>ὁ</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥύπα:''' (ῠ) τά грязь, нечистоты Hom.
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.

Greek Monotonic

ῥύπα: [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ῥύπος, .

Russian (Dvoretsky)

ῥύπα: (ῠ) τά грязь, нечистоты Hom.