πρωτόζυξ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(6) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρωτόζυξ:''' -ῠγος ([[ζεύγνυμι]]), πρόσφατα παντρεμένος, [[νιόπαντρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πρωτόζυξ:''' -ῠγος ([[ζεύγνυμι]]), πρόσφατα παντρεμένος, [[νιόπαντρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρωτόζυξ:''' ζῠγος adj. досл. впервые сочетавшийся браком, (о любви) первый ([[Κύπρις]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 805] υγος, = Vorigem, Κύπρις, Antiphan. 9 (IX, 245), der erste Beischlaf.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόζυξ: -ῠγος, = πρωτόζευκτος, Ἀνθ. Π. 9. 245.
French (Bailly abrégé)
ζυγος (ὁ, ἡ)
marié pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο πρωτόζευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό-ζυξ].
Greek Monotonic
πρωτόζυξ: -ῠγος (ζεύγνυμι), πρόσφατα παντρεμένος, νιόπαντρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόζυξ: ζῠγος adj. досл. впервые сочетавшийся браком, (о любви) первый (Κύπρις Anth.).