στύμα: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στύμα:''' -ατος, τό, Αιολ. αντί [[στόμα]]. | |lsmtext='''στύμα:''' -ατος, τό, Αιολ. αντί [[στόμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στύμα:''' или [[στῦμα]], ατος τό эол. Theocr. = [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. στόμα. II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.
Greek (Liddell-Scott)
στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monotonic
στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.