τριηροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριηροποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.
|lsmtext='''τριηροποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριηροποιός:''' ὁ строитель триер(ы) Dem.
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηροποιός Medium diacritics: τριηροποιός Low diacritics: τριηροποιός Capitals: ΤΡΙΗΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: triēropoiós Transliteration B: triēropoios Transliteration C: triiropoios Beta Code: trihropoio/s

English (LSJ)

όν,

   A building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.

Greek (Liddell-Scott)

τριηροποιός: -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, ναυπηγός, ὁ τῶν τριηροποιῶν ταμίας Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commissaire pour la construction des trières.
Étymologie: τριήρης, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -ποιός].

Greek Monotonic

τριηροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τριηροποιός: ὁ строитель триер(ы) Dem.