χοραγός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χορᾱγός:''' Δωρ. και Αττ. του [[χορηγός]].
|lsmtext='''χορᾱγός:''' Δωρ. και Αττ. του [[χορηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χορᾱγός:''' ὁ дор. = [[χορηγός]].
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

dor. c. χορηγός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.

Greek Monotonic

χορᾱγός: Δωρ. και Αττ. του χορηγός.

Russian (Dvoretsky)

χορᾱγός: ὁ дор. = χορηγός.