μικρότητα
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα μικρός
η ιδιότητα του μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῖσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας», Ισοκρ.)
νεοελλ.
μτφ. το να είναι κάποιος μικρός ως προς την ψυχή ή το φρόνημα, αναξιοπρέπεια, μικροπρέπεια, προστυχιά
αρχ.
1. (για τη φωνή) αδυναμία, ατονία, ισχνότητα
2. (για άνεμο) ελαφρότητα, απαλότητα
3. (για ύφος) το τετριμμένο, η κοινοτοπία.