αὐτοτραγικός: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(1b)
(1a)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτοτρᾰγικός:''' ирон. истинно-трагический, театральный ([[πίθηκος]] Dem.).
|elrutext='''αὐτοτρᾰγικός:''' ирон. истинно-трагический, театральный ([[πίθηκος]] Dem.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[arrant]] [[tragic]], Dem.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.

Greek Monotonic

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοτρᾰγικός: ирон. истинно-трагический, театральный (πίθηκος Dem.).

Middle Liddell

arrant tragic, Dem.