μαινόλις: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(3)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαινόλις:''' ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая ([[διάνοια]] Aesch.; [[ἀσέβεια]] Eur.).
|elrutext='''μαινόλις:''' ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая ([[διάνοια]] Aesch.; [[ἀσέβεια]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fem. of [[μαινόλης]], Eur.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).

Middle Liddell

fem. of μαινόλης, Eur.