σφαιριστής: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(4b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ играющий в мяч Anth.
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ играющий в мяч Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστής Medium diacritics: σφαιριστής Low diacritics: σφαιριστής Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphairistḗs Transliteration B: sphairistēs Transliteration C: sfairistis Beta Code: sfairisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.

Russian (Dvoretsky)

σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.