συνομήθης: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνομήθης:''' сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.). | |elrutext='''συνομήθης:''' сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
Greek Monolingual
-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
Greek Monotonic
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.