προσέλεκτο: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(nl)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.<br />προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
|elnltext=προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.<br />προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέλεκτο:''' эп. 3 л. sing. aor. 2 к [[προσλέγομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 03:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. προσλέγομαι.

Greek Monotonic

προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσέλεκτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к προσλέγομαι.