κορυδαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(nl)
(3)
Line 4: Line 4:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).
|elnltext=κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠδαλλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = [[κορυδαλλός]].
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.