Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μελιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μελῐταῖος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», [[ἅπερ]] ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα˙ ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».
|lstext='''Μελῐταῖος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», [[ἅπερ]] ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα· ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μελῐταῖος:''' с острова Мелита, мелитский ([[κυνίδιον]] Arst.).
|elrutext='''Μελῐταῖος:''' с острова Мелита, мелитский ([[κυνίδιον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μελῐταῖος Medium diacritics: Μελιταῖος Low diacritics: Μελιταίος Capitals: ΜΕΛΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: Melitaîos Transliteration B: Melitaios Transliteration C: Melitaios Beta Code: *melitai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of or from Melita (Malta), κυνίδιον M. Maltese lapdog, Arist.HA612b10, cf. Thphr.Char.21.9, Str.6.2.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μελῐταῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», ἅπερ ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα· ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».

Russian (Dvoretsky)

Μελῐταῖος: с острова Мелита, мелитский (κυνίδιον Arst.).