πακτίς: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(3b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πακτίς:''' ἡ дор. = [[πηκτίς]].
|elrutext='''πακτίς:''' ἡ дор. = [[πηκτίς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πακτίς -ίδος, ἡ zie πηκτίς.
}}
}}

Revision as of 07:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 444] πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.

English (Slater)

πακτίς a Lydian lyre. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.

Greek Monolingual

πακτίς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτίς.

Russian (Dvoretsky)

πακτίς: ἡ дор. = πηκτίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτίς -ίδος, ἡ zie πηκτίς.