διαλωβάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαλωβάομαι:''' <b class="num">1)</b> быть обезображиваемым или быть развращаемым (διαλελωβημέναι [[δόξαι]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обезображивать, увечить (ἀναθήματα Polyb.; [[σῶμα]] πληγαῖς Plut.).
|elrutext='''διαλωβάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> быть обезображиваемым или быть развращаемым (διαλελωβημέναι [[δόξαι]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обезображивать, увечить (ἀναθήματα Polyb.; [[σῶμα]] πληγαῖς Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:45, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλωβάομαι Medium diacritics: διαλωβάομαι Low diacritics: διαλωβάομαι Capitals: ΔΙΑΛΩΒΑΟΜΑΙ
Transliteration A: dialōbáomai Transliteration B: dialōbaomai Transliteration C: dialovaomai Beta Code: dialwba/omai

English (LSJ)

Dep. strengthd. for λωβάομαι, Plb.11.7.2: pf. part. Pass., in pass. sense, Plu.Caes.68: metaph.,

   A δόξαι διαλελωβημέναι Id.2.986e.—Act. -λωβάω only late, Mich.in EN503.21.

German (Pape)

[Seite 588] dep. med., ganz verstümmeln, ἀναθήματα Pol. 11, 4; διαλελωβημένος, verderbt, verschlechtert, Plut., z. B. σῶμα πληγαῖς Caes. 58.

Greek (Liddell-Scott)

διαλωβάομαι: ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. Mich.in EN 503.21]
1 destruir, mutilar τὸ ὅλον σῶμα Did.in D.13.12, cf. Orac.Sib.12.66, Chrys.M.55.353, en v. pas. τὸ σῶμα ... ταῖς πληγαῖς διαλελωβημένον Plu.Caes.68, τῶν ἐκ τῆς χαλεπῆς νόσου διαλωβηθέντων Gr.Nyss.Paup.2.113.28
fig. pervertir en v. pas. διαλελωβημέναι δόξαι opiniones pervertidas Plu.2.986e.
2 profanar, ultrajar las ofrendas de un santuario, Plb.11.7.2, τὰ μὲν πυρί, τὰ δὲ σιδήρῳ διελωβᾶτο τῶν ἱερῶν Str.17.1.27, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.45.9, τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγον Gr.Nyss.Maced.89.8
vilipendiar τὴν τοῦ Παρμενίδου πραγματείαν Procl.Theol.Plat.1.38.24.

Greek Monotonic

διαλωβάομαι: αποθ., επιτετ. τύπος αντί λωβάομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαλωβάομαι:
1) быть обезображиваемым или быть развращаемым (διαλελωβημέναι δόξαι Plut.);
2) обезображивать, увечить (ἀναθήματα Polyb.; σῶμα πληγαῖς Plut.).