παναισχής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(3b)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰναισχής:''' Arst. = [[πάναισχρος]].
|elrutext='''πᾰναισχής:''' Arst. = [[πάναισχρος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰν-αισχής, ές [[αἶσχος]]<br />[[utterly]] [[ugly]], ugliest, Arist.
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.

Greek Monotonic

πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.

Middle Liddell

πᾰν-αισχής, ές αἶσχος
utterly ugly, ugliest, Arist.