προὔκειτο: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(4) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προὔκειτο''': προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-. | |lstext='''προὔκειτο''': προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.
Greek (Liddell-Scott)
προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.
Greek Monotonic
προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.
Russian (Dvoretsky)
προὔκειτο: (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к πρόκειμαι.