πυλαιμάχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠλαιμάχος:''' (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.
|elrutext='''πῠλαιμάχος:''' (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυλαι-μάχος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] at the gates, or at [[Pylos]], Ar.
}}
}}

Revision as of 00:42, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλαιμάχος Medium diacritics: πυλαιμάχος Low diacritics: πυλαιμάχος Capitals: ΠΥΛΑΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pylaimáchos Transliteration B: pylaimachos Transliteration C: pylaimachos Beta Code: pulaima/xos

English (LSJ)

[ᾰ],

   A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.).    II epith. of Athena in Ar.Eq.1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.

Greek (Liddell-Scott)

πυλαιμάχος: -ον, = πυλαμάχος, παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1172, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Πύλος, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κλέων ἐδοξάσθη.

Greek Monolingual

και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, -ον, Α
1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη
2. το θηλ. προσωνυμία της Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -μάχος (< μάχομαι). Η μορφή πυλαι- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πυλαιμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῠλαιμάχος: (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.

Middle Liddell

πυλαι-μάχος, ον, μάχομαι
fighting at the gates, or at Pylos, Ar.