συγγένειος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγένειος''': -ον, [[συγγενικός]], [[συγγένειος]] Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς [[πρός]] τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.
|lstext='''συγγένειος''': -ον, [[συγγενικός]], [[συγγένειος]] Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς [[πρός]] τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συγγενής]]<br />[[συγγενικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:03, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγένειος Medium diacritics: συγγένειος Low diacritics: συγγένειος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: syngéneios Transliteration B: syngeneios Transliteration C: syggeneios Beta Code: sugge/neios

English (LSJ)

ον,

   A akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.

Greek (Liddell-Scott)

συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.

Greek Monolingual

-ον, Α συγγενής
συγγενικός.

Russian (Dvoretsky)

συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).