τρισκαιδεκέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(4b)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρισκαιδεκέτης:''' Anth. = [[τρισκαιδεκαέτης]].
|elrutext='''τρισκαιδεκέτης:''' Anth. = [[τρισκαιδεκαέτης]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, [[ἔτος]]<br />[[thirteen]] years old, Lys.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.

Middle Liddell

τρισκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, ἔτος
thirteen years old, Lys.