τωὐτό: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(4b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
}}
{{elnl
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
}}
}}

Revision as of 09:12, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.