συνευφραίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνευφραίνομαι''': Παθ., εὐφραίνομαι [[ὁμοῦ]], «μὴ αὐτῶν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8. | |lstext='''συνευφραίνομαι''': Παθ., εὐφραίνομαι [[ὁμοῦ]], «μὴ αὐτῶν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ευφραίνομαι [σύν, εὐφραίνω] samen vrolijk zijn met, met dat.