άκουρος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[παιδιά]] και [[κυρίως]] [[αρσενικό]] κληρονόμο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[παιδιά]] και [[κυρίως]] [[αρσενικό]] κληρονόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]] «[[αγόρι]]»].<br /><b>(II)</b><br />–ο, (Α [[ἄκουρος]], -ον) [[κουρά]]<br />[[ακούρευτος]], [[αξύριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από [[κάθε]] [[τάξη]] και [[κάθε]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] το μοναχικό [[σχήμα]] με την [[τελετή]] της [[κουράς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.