ιοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙI) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δωρο</i>-[[δόκος]], <i>θυο</i>-[[δόκος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]] («ἰοδόκοι ὀδόντες», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ικετα</i>-[[δόκος]], <i>κρεη</i>-[[δόκος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙI) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δωρο</i>-[[δόκος]], <i>θυο</i>-[[δόκος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]] («ἰοδόκοι ὀδόντες», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ικετα</i>-[[δόκος]], <i>κρεη</i>-[[δόκος]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο-δόκος, θυο-δόκος.
(II)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα-δόκος, κρεη-δόκος.