παραιωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:15, 19 August 2022

Russian (Dvoretsky)

παραιωρέομαι:
1) быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2) виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).