δρομαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM | |mltxt=-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)<br />[[τρεχάτος]] («έφυγε [[δρομαίος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γοργοπόδαρος]], ο [[ικανός]] να τρέχει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ο υ σ.) ο [[δρομαίος]]<br />[[ονομασία]] του πτηνού [[εμού]] της οικογένειας δρομαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[προστάτης]] τών αγώνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δρομαῖος [[λαγωός]]» — αυτός που τον κυνηγούν<br />β) «δρομαῑα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δρομαῖος -α, -ον και -ος, -ον)
τρεχάτος («έφυγε δρομαίος»)
νεοελλ.
1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος
ονομασία του πτηνού εμού της οικογένειας δρομαιίδες
αρχ.
1. (επίθ. του Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων
2. φρ. α) «δρομαῖος λαγωός» — αυτός που τον κυνηγούν
β) «δρομαῑα ἴχνη» — τα ίχνη του γρήγορου λαγού.