οξύρρινος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρινος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] «[[μύτη]]»), | |mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρινος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] «[[μύτη]]»), [[πρβλ]]. [[πλατύρρινος]]]. | ||
}} | }} |