μαλάκας: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>η [[μάγκα]] &GT; ο [[μάγκας]])].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] (<b>[[πρβλ]].</b> η [[μάγκα]] &GT; ο [[μάγκας]])].
}}
}}

Revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αυνανίζεται
2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].