ηλιοφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο<br /><b>2.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[ηλιοφανής]]<br />αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευλογο</i>-<i>φανής</i>, <i>οφθαλμο</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο<br /><b>2.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[ηλιοφανής]]<br />αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>ευλογο</i>-<i>φανής</i>, <i>οφθαλμο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο
2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής
αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο-φανής, οφθαλμο-φανής].