κρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρόνιος]], -ία, -ον (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῑ 'Ρέας, [[ἕδος]] 'Ολύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παμπάλαιος]] («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τo Κρόνιον</i><br />α) (ενν. [[ὄρος]])<br />ο [[λόφος]] του Κρόνου στην [[Ολυμπία]] («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (ενν. [[τέμενος]]) [[ναός]] του Κρόνου<br />γ) [[είδος]] φυτού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[Κρόνια]]<br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] του Κρόνου που γινόταν [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα («ὄντων [[Κρονίων]] καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς [[βουλῆς]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κρόνιον [[ὄμμα]]» — [[συμφορά]].
|mltxt=[[κρόνιος]], -ία, -ον (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῖ 'Ρέας, [[ἕδος]] 'Ολύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παμπάλαιος]] («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τo Κρόνιον</i><br />α) (ενν. [[ὄρος]])<br />ο [[λόφος]] του Κρόνου στην [[Ολυμπία]] («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (ενν. [[τέμενος]]) [[ναός]] του Κρόνου<br />γ) [[είδος]] φυτού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[Κρόνια]]<br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] του Κρόνου που γινόταν [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα («ὄντων [[Κρονίων]] καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς [[βουλῆς]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κρόνιον [[ὄμμα]]» — [[συμφορά]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κρόνιος, -ία, -ον (Α) Κρόνος
1. αυτός που έχει σχέση με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῖ 'Ρέας, ἕδος 'Ολύμπου νέμων», Πίνδ.)
2. μτφ. παμπάλαιος («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», Αριστοφ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τo Κρόνιον
α) (ενν. ὄρος)
ο λόφος του Κρόνου στην Ολυμπία («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», Πίνδ.)
β) (ενν. τέμενος) ναός του Κρόνου
γ) είδος φυτού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Κρόνια
εορτή προς τιμή του Κρόνου που γινόταν κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα («ὄντων Κρονίων καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
5. φρ. «κρόνιον ὄμμα» — συμφορά.